- ἰοδόκην
- ἰοδόκηholding arrowsfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικατατίθημι — Α (συν. το μέσ.) περικατατίθεμαι τοποθετώ κάτι γύρω από κάτι ή πάνω σε κάτι («αὐτίκα δ ἰοδόκην χρυσέῃ περικάτθετο μίτρῃ», Απολλ. Ροδ.) … Dictionary of Greek